προρρητικόν

προρρητικόν
προρρητικός
predictive
masc acc sg
προρρητικός
predictive
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • προρρητικός — ή, όν, Α [πρόρρησις] 1. προφητικός 2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος τού να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”